- καθαρτήριος
- καθαρτήριοςpurificatorymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθαρτήριος — α, ο (AM καθαρτήριος, ον) [καθαρτήρ] αυτός που γίνεται για εξαγνισμό, αυτός που προκαλεί καθαρμό («καθαρτήριοι θυσίαι», Δίον. Αλ.) νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. (κατά τη διδασκαλία τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας) το καθαρτήριο(ν) ο τόπος όπου… … Dictionary of Greek
καθαρτήριος — α, ο αυτός που γίνεται για εξαγνισμό από ανόμημα, καθαρτικός: Η Δυτική Eκκλησία συχνά μιλάει για το καθαρτήριο πυρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθαρτήριον — καθαρτήριος purificatory masc/fem acc sg καθαρτήριος purificatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτηρίοις — καθαρτήριος purificatory masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτηρίοισι — καθαρτήριος purificatory masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτηρίοισιν — καθαρτήριος purificatory masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτηρίου — καθαρτήριος purificatory masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτηρίους — καθαρτήριος purificatory masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτηρίων — καθαρτήριος purificatory masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτηρίῳ — καθαρτήριος purificatory masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)